ἀπαγριόω-ῶ

ἀπαγρίωσις

ἀπαγροικίζομαι
ἀπαγρίωσις, εως () [ᾰγ] action de rendre sauvage, Th. H.P. 4, 5, 6.
Étym. ἀπαγριόω.