ἀπαίθω

ἀπαίνυμαι

ἀπαιολάω-ῶ
ἀπ·αίνυμαι (seul. part. prés. ἀπαινύμενος. Il. 11, 582, et impf. 3 sg. poét. ἀπαίνυτο, Mosch. 2, 66) c. ἀποαίνυμαι.