ἀπαιολάω-ῶ

ἀπαιόλη

ἀπαιόλημα
ἀπ·αιόλη, ης ou -ή, ῆς () tromperie, Eschl. fr. 185 ; la Fraude personnifiée, Ar. Nub. 1150.
Étym. ἀπαιολάω.