ἀπαισχύνομαι

ἀπαισχυντέω-ῶ

ἀπαιτέω-ῶ
ἀπ·αισχυντέω-ῶ, c. le préc. Hld. 8, 5 dout.
Étym. ἀπό, vb. d’αἰσχύνομαι.