ἁπαλυσμός

ἀπαλφιτίζω

ἁπαλώδης
ἀπ·αλφιτίζω [φῐ] mêler de la farine au vin, Ath. 432d.
Étym. ἀπό, ἄλφιτον ; cf. ἐπαλφιτόω.