Ἀπαμεῖτις λίμνη

ἀπαμέλγω

ἀπαμελέω-ῶ
ἀπ·αμέλγω (impér. ao. 3 sg. -μελξάτω) [ᾰμ] exprimer en pressant, Sor. Obst. p. 190 fin Dietz.