ἀπαμφιασμός

ἀπαμφιέννυμι

ἀπαμφίσκω
ἀπ·αμφιέννυμι (part. pf. pass. ἀπημφιεσμένος) dévêtir, Xénarq. Com. fr. 3, 617 ; fig. dégarnir, Plut. M. 516f.