ἀπαναστομόω-ῶ

ἀπαναχωρέω-ῶ

ἀπαναχώρησις
ἀπ·αναχωρέω-ῶ, s’éloigner de, gén. Jos. B.J. 2, 21, 5.
Étym. var. ἀναχωρέω.