ἀπανάλωσις

ἀπανάστασις

ἀπαναστομόω-ῶ
ἀπανάστασις, εως () [τᾰ] migration, DH. 9, 6 ; Jos. B.J. 1, 15, 3.
Étym. ἀπανίστημι.