ἀπαναχώρησις

ἀπανδόκευτος

ἀπανδρίζομαι
ἀ·πανδόκευτος, ος, ον, sans hôtellerie, Démocr. (Stob. Fl. 16, 21).
Étym. ἀ, πανδοκεύω.