ἀπαγγελτήρ

ἀπαγγελτικός

ἀπαγγελτικῶς
ἀπαγγελτικός, ή, όν, qui énonce, qui expose : ἀπαγγελτικὴ δύναμις, Arr. Epict. 2, 23, 2, la faculté d’exprimer.