ἀπανθίζω

ἀπανθρακίζω

ἀπανθρακόω-ῶ
ἀπ·ανθρακίζω (impf. ἀπηνθράκιζον, ao. ἀπηνθράκισα) [ᾰκ] faire rôtir ou faire griller sur des charbons, Ar. Ran. 506, Av. 1546 ; Ath. 329b.