ἀπαντλέω-ῶ

ἀπάντλησις

ἀπαντλητέον
ἀπάντλησις, εως () action de puiser ou d’épuiser, Arstt. Probl. 2, 33 ; Plut. M. 1049b.
Étym. ἀπαντλέω.