ἀπαραγώγως

ἀπαραδειγμάτιστος

ἀπαραδειγματίστως
ἀ·παραδειγμάτιστος, ος, ον [μᾰ] non confirmé par des exemples, Ptol. Tetr. 3, p. 170.
Étym. ἀ, παραδειγματίζω.