ἀπαραδειγματίστως

ἀπαράδεκτος

ἀπαράθετος
ἀ·παράδεκτος, ος, ον :
1 inadmissible, Dysc. Synt. p. 164, 22 ||
2 qui n’admet pas, gén. Dysc. Synt. p. 16, 18 ; 53, 11 ; 59, 18, etc. ; Phil. 1, 311, etc.
Étym. ἀ, παραδέχομαι.