ἀπαραμυθήτως

ἀπαράμυθος

ἀπαράπειστος
ἀ·παράμυθος, ος, ον []
1 inflexible ou inexorable, Eschl. Pr. 185 ||
2 non encouragé, non rassuré, Eur. I.A. 620 ||
E [ᾱπ p. ᾰπ] Eschl. l. c.
Étym. ἀ, παραμυθέομαι.