ἀπαράπειστος

ἀπαραπόδιστος

ἀπαραποδίστως
ἀ·παραπόδιστος, ος, ον, non entravé, libre, Hicés. (Ath. 689c) ; Hld. 3, 13, etc.
Étym. ἀ, παραποδίζω.