Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπαρατρέπτως
ἀπάραυξος
ἀπαραφυλάκτως
ἀ·πάραυξος,
ος, ον,
qui ne s’accroît pas,
Gal.
8, 150
.
Étym.
ἀ, παραυξάνω
.