ἀπαρχαΐζω

ἀπαρχαιόομαι-οῦμαι

ἀπαρχή
ἀπ·αρχαιόομαι-οῦμαι, être vieux, Antiph. (Ath. 503e) ; λέξις ἀπηρχαιωμένη, DH. Thuc. 24, etc. locution vieillie, surannée.
Étym. ἀπό, ἀρχαῖος.