ἀπαρεγκλίτως

ἀπαρεγχείρητος

ἀπαρεγχειρήτως
ἀ·παρεγχείρητος, ος, ον :
1 inattaquable, Arr. Epict. 4, 1, 161 ; Jos. A.J. 15, 8, 1 ||
2 fig. irréprochable, T. Locr. 95a.
Étym. ἀ, παρεγχειρέω.