ἀπαρόξυντος

ἀπαρόρμητος

ἀπαρρενόω-ῶ
ἀ·παρόρμητος, seul. dor. ἀπαρόρματος, ος, ον [μᾱ] non excité, inerte, Théagès (Stob. Fl. 1, 69).
Étym. ἀ, παρορμάω.