ἀπαρρενόω-ῶ

ἀπαρρησίαστος

ἀπαρρησιάστως
ἀ·παρρησίαστος, ος, ον, qui ne parle pas librement ou franchement, Pol. 23, 12, 2 ; Luc. Cal. 9, etc.
Étym. ἀ, παρρησιάζομαι.