ἀπαρτίζω

ἀπαρτιλογία

ἀπάρτιον προγράφειν
ἀπαρτι·λογία, ας () compte rond, somme complète, Ant. (Poll. 2, 120) ; DC. 43, 26 ||
E Ion. -ίη, Hdt. 7, 29.
Étym. ἀπαρτί, λόγος.