ἀπάρτιον προγράφειν

ἀπάρτισις

ἀπάρτισμα
ἀπάρτισις, εως () [τῐ]
1 achèvement, perfection, Arstt. Plant. 2, 4, 5 ||
2 système accompli, Hpc. 784f.
Étym. ἀπαρτίζω.