ἀπαθανατίζω

ἀπαθανάτισις

ἀπαθανατισμός
ἀπαθανάτισις, εως () [ᾰθᾰᾰ] divinisation, apothéose, DC. 60, 35.
Étym. ἀπαθανατίζω.