ἀπαθανατισμός

ἀπαθανατόω-ῶ

ἀπάθεια
ἀπ·αθανατόω-ῶ [ᾰθᾰᾰ] c. ἀπαθανατίζω, Œnom. (Eus. 3, 396 a Migne).
Étym. ἀπό, ἀθάνατος.