ἀπάτησις

ἀπατητικός

ἀπάτητος
ἀπατητικός, ή, όν [ᾰᾰ] trompeur, Xén. Hipp. 5, 12 et 15 ; Plat. Soph. 240d, 264d ; Arstt. An. post. 1, 12 ||
Cp. -ώτερος, Xén. Hipp. 5, 5.