ἀπαυγάζω

ἀπαύγασμα

ἀπαυγασμός
ἀπαύγασμα, ατος (τὸ) c. le suiv. Spt. Sap. 7, 26 ; NT. Hebr. 1, 3 ; Hld. 5, 27, etc.