ἀπαυτοματίζω

ἀπαυτομολέω-ῶ

ἀπαυτοσχεδιάζω
ἀπ·αυτομολέω-ῶ (ao. ἀπηυτομόλησα, pl. q. pf. ἀπηυτομολήκειν) être transfuge, Thc. 7, 75 ; πρός τινα, DH. Orat. proœm. 2, auprès de qqn.