Ἄπειρος

ἀπειροσύνη

ἀπειρότοκος
*ἀπειροσύνη, seul. dor. ἀπειροσύνα, ας () [ᾰῠ] c. ἀπειρία 1, Eur. Med. 1094, Hipp. 196 (ἄπειρος 1).