ἀπελέγχω

ἀπέλεθρος

ἀπελέκητος
ἀ·πέλεθρος, ος, ον, immense, Il. 5, 245 ; Od. 9, 538 ; adv. ἀπέλεθρον, Il. 11, 354, au loin.
Étym. ἀ, πέλεθρον.