ἀπεραντολογία

ἀπεραντολόγος

ἀπέραντος
ἀπεραντο·λόγος, ος, ον, qui bavarde sans fin, Thalès (DL. 1, 35) ; Phil. 1, 216, etc.
Étym. ἀπέραντος, λέγω.