ἀπεργασία

ἀπεργαστικός

ἄπεργος
ἀπεργαστικός, ή, όν, qui peut produire, gén. Plat. Rsp. 527b ; ἡ ἀπεργαστική (s. e. τέχνη) Plat. Epin. 375d, l’art de produire, d’achever.
Étym. ἀπεργάζομαι.