ἀπεριμερίμνως

ἀπερινόητος

ἀπερινοήτως
ἀ·περινόητος, ος, ον, incompréhensible, Epic. (DL. 10, 46) ; Clém. 994 ; Phil. 1, 581, etc.
Étym. ἀ, περινοέω.