ἀπερίοπτος

ἀπεριόριστος

ἀπερίπνευστος
ἀ·περιόριστος, ος, ον, indéfini, illimité, Lgn 16, 1 ; 44, 6 ; Phil. 1, 187, etc.
Étym. ἀ, περιορίζω.