ἀπερισάλπιστος

ἀπερίσκεπτος

ἀπερισκέπτως
ἀ·περίσκεπτος, ος, ον, inconsidéré, Thc. 4, 108 ; DH. 6, 10.
Étym. ἀ, περισκέπτομαι.