ἀπερίψυκτος

ἀπερκτικός

ἀπέρξαντες
ἀπερκτικός, ή, όν, propre à séparer, à écarter, à exclure, A. Aphr. (Fr. philos. ed. Mullach p. 49 ; correct. de Karsten p. παρεκτικός).
Étym. ἀπείργω.