ἀπέρρω

ἀπερυγγάνω

ἀπερυθριακότως
ἀπ·ερυγγάνω (ao. 2 ἀπήρυγον) vomir, Nic. Th. 253 ||
E Ao. 2 ἀπήρυγον [] DL. 5, 77 ; Nic. l. c.