ἀπερυθριακότως

ἀπερυθριάω-ῶ

ἀπερύκω
ἀπ·ερυθριάω-ῶ (ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα) [] :
1 ne plus rougir, être impudent, Ar. Nub. 1216 ; Luc. J. voc. 8 ||
2 perdre sa rougeur, Luc. Lex. 4.