ἀπεσχαρόω-ῶ

ἀπεσχαρωτικός

ἀπεσχισμένως
ἀπεσχαρωτικός, ή, όν [χᾰ] propre à faire tomber une escarre, P. Eg. 286, 10 Briau.
Étym. ἀπεσχαρόω.