ἀπεσχισμένως

ἀπέταλος

ἀπευδιασμός
*ἀ·πέταλος, seul. ion. ἀπέτηλος, ος, ον (cp. -ότερος) dégarni de feuilles, Anth. 6, 190.
Étym. ἀ, πέταλον.