Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπέξ
ἀπεξεργάζομαι
ἀπεξηγέομαι-οῦμαι
ἀπ·εξεργάζομαι
(
pf. 2 pl.
ἀπεξείργασθε
) achever, accomplir,
Jul.
253
c
.