ἀφαιρέτης

ἀφαιρετικός

ἀφαιρέτις
ἀφαιρετικός, ή, όν, propre à enlever ou à retrancher, gén. Clém. 286 ; Dysc. Adv. 576, 2.
Étym. ἀφαιρέω.