ἀφαιρετός

ἀφαίρετος

ἀφαιρέω-ῶ
ἀφαίρετος, ος, ον, enlevé, Arr. Epict. 3, 24, 3 ; Paus. 9, 7, 6.
Étym. ἀφαιρέω.