ἀφαμαρτάνω

ἀφαμαρτοεπής

Ἀφαμιῶται
ἀφ·αμαρτοεπής, ής, ές [ᾰμ] qui s’égare dans ses discours, Il. 3, 215.
Étym. Cf. ἁμαρτοεπής.