Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀφαντασιάστως
ἀφαντασίωτος
ἀφάνταστος
ἀφαντασίωτος,
ος, ον
[
τᾰ
] sans imagination,
Plut.
M.
960
d
.
Étym.
ἀ, φαντασιόομαι
.