ἀφάρμακτος

ἀφαρμόζω

ἄφαρος
ἀφ·αρμόζω ou ἀφ·αρμόττω (ao. ἀφήρμοσα) n’être pas d’accord, Œnom. (Eus. P.E. 217d).
Étym. ἀπό, ἁρ.