ἀφεψαλόω-ῶ

ἀφέψημα

ἀφεψιάομαι-ῶμαι
ἀφέψημα, ατος (τὸ) décoction, Diosc. 2, 129 ; Gal. 13, 9.
Étym. ἀφέψω.