ἀφιλαρύνω

ἀφιλάσκομαι

ἀφίλαυτος
ἀφ·ιλάσκομαι (ao. ἀφιλασάμην) apaiser, calmer, Plat. Leg. 873a.
Étym. ἀπό, ἱλ.