ἀφιλοτίμως

ἀφιλοχρηματία

ἀφιλοχρήματος
ἀφιλοχρηματία, ας () [ῐμᾰ] mépris ou indifférence pour les richesses, Plut. Agis et Cleom. c. Gracch. 1.
Étym. ἀφιλοχρήματος.